- διαμφισβητώ
- (AM διαμφισβητῶ, -έω)1. θέτω υπό αμφισβήτηση2. διατυπώνω διεκδικήσεις ή απαιτήσεις για την κυριότητα ενός αντικειμένου3. διατυπώνω επιφυλάξεις ως προς τη γνησιότητα ή αυθεντικότητα ενός αντικειμένου4. διαφιλονικώ.
Dictionary of Greek. 2013.